- ἑξαγωνικά
- ἑξαγωνικόςhexagonalneut nom/voc/acc plἑξαγωνικά̱ , ἑξαγωνικόςhexagonalfem nom/voc/acc dualἑξαγωνικά̱ , ἑξαγωνικόςhexagonalfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ανισοτροπία — Όρος της φυσικής που σημαίνει μεταβολή των φυσικών ιδιοτήτων (μηχανικών, θερμικών, οπτικών, μαγνητικών και ηλεκτρικών) μιας ουσίας, ανάλογα με τη διεύθυνση κατά την οποία αυτή εξετάζεται. Η φυσική α. είναι η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα των… … Dictionary of Greek
γραφίτης — Άνθρακας που κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα και εμφανίζεται στη φύση ως ένα μολυβδότεφρο ορυκτό με μεταλλική λάμψη. Πολύ σπάνια βρίσκεται σε κρυστάλλους καλά ανεπτυγμένους· συχνότερα έχει τη μορφή λεπιών ή βρίσκεται σε μικροκρυσταλλικά,… … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μονοαξονικοί κρύσταλλοι — Κρύσταλλοι που ανήκουν στα τετραγωνικά, ρομβοεδρικά και εξαγωνικά συστήματα. Είναι διπλοθλαστικοί κρύσταλλοι, όχι όμως για το φως που περνά μέσα από αυτούς κατά τη διεύθυνση του κύριου κρυσταλλογραφικού άξονα (κατά τη διεύθυνση αυτή παρατηρείται… … Dictionary of Greek